- Ἀντιπάτρου
- Ἀντίπατροςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ευρυδίκη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Μία από τις Δρυάδες νύμφες ή κόρη του Απόλλωνα, σύζυγος του κιθαρωδού Ορφέα. Η Ε. πέθανε από δάγκωμα φιδιού, αλλά ο απαρηγόρητος σύζυγός της κατόρθωσε με το τραγούδι του να συγκινήσει τον Πλούτωνα και την Περσεφόνη, οι… … Dictionary of Greek
ελληνιστικοί χρόνοι — Η περίοδος που μεσολάβησε από τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου (323 π.Χ.) έως τη ναυμαχία του Ακτίου (31 π.Χ.). Ο όρος ε.χ. θεωρείται πιο ακριβής από τον όρο αλεξανδρινοί χρόνοι, γιατί η νέα έκφραση του ελληνικού πνεύματος δεν είχε ως έδρα… … Dictionary of Greek
Φίλα — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Πρώτη σύζυγος του Φιλίππου B’ της Μακεδονίας, αδελφή του Δέρδα B’ και του Μαχάτη. Πέθανε το 357 π.Χ. 2. Πρωτότοκη κόρη του Αντιπάτρου, στρατηγού του Μεγάλου Αλεξάνδρου και αντιβασιλιά κατά τη διάρκεια της… … Dictionary of Greek
Ολυμπιάς — I Όνομα δύο βασιλισσών της Μακεδονίας. 1. Σύζυγος του Φίλιππου B’ της Μακεδονίας και μητέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. (375 316 π.Χ.). Ήταν κόρη του βασιλιά της Ηπείρου Νεοπτόλεμου. Το αρχικό της όνομα φαίνεται πως ήταν Μυρτάλη. Μπορεί να ονομάστηκε … Dictionary of Greek
αριστόβουλος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. ο Κασσανδρεύς (4ος 3ος αι. π.Χ.). Ιστορικός, αρχιτέκτονας και γεωγράφος. Καταγόταν από τη Χαλκιδική. Πήρε μέρος στην εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου και σε πολύ μεγάλη ηλικία έγραψε ιστορία της εκστρατείας,… … Dictionary of Greek
διονύσιος — I Ονομασία ενός μήνα σε πολλές αρχαίες ελληνικές πόλεις. Στη Λοκρίδα αντιστοιχούσε προς τον αττικό Ποσειδεώνα (Δεκέμβριο) και στην Αιτωλία προς τον Μουνυχιώνα (Απρίλιο). II Όνομα τυράννων των Συρακουσών. 1. Δ. Α’ ο πρεσβύτερος (432 – 367 π.Χ.).… … Dictionary of Greek
ετησίες — οι (Α ἐτησίαι) [έτος] (πολλές φορές συνοδεύεται από τη λέξη άνεμοι) περιοδικοί βόρειοι άνεμοι που πνέουν το καλοκαίρι στην ανατολική λεκάνη τής Μεσογείου, οι μεσογειακοί μουσσώνες, τα μελτέμια αρχ. 1. ο άνεμος Εύρος, δηλ. ο νοτιοανατολικός, κν.… … Dictionary of Greek
μηλός — I Νησί (150,6 τ. χλμ., 4.771 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους, το νοτιοδυτικότερο στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Κυκλάδων. Πρωτεύουσα του νησιού είναι ο ομώνυμος οικισμός (υψόμ. 200 μ., 792 κάτ.). Διοικητικά το νησί αποτελεί δήμο του νομού Κυκλάδων. Νησί… … Dictionary of Greek
ολυμπίας — I Όνομα δύο βασιλισσών της Μακεδονίας. 1. Σύζυγος του Φίλιππου B’ της Μακεδονίας και μητέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. (375 316 π.Χ.). Ήταν κόρη του βασιλιά της Ηπείρου Νεοπτόλεμου. Το αρχικό της όνομα φαίνεται πως ήταν Μυρτάλη. Μπορεί να ονομάστηκε … Dictionary of Greek
παναίτιος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. (180 – 110 π.X.) Έλληνας στωικός φιλόσοφος από τη Ρόδο. Πήγε στη Ρώμη, κέρδισε τη φιλία του Σκιπίωνος Αιμιλιανού και τον συνόδευσε σε μιαν αποστολή του στην Αίγυπτο και στην Ασία. Επηρέαζε πολύ τον κύκλο του Σκιπίωνα … Dictionary of Greek